Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρυχίᾱ
τοιχωρύχος
τοίως
τόκα
τοκάς
τοκεύς
τοκεών
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμᾱ́εις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
View word page
τοκισμός
τοκισμόςοῦm money-lendingX. Arist.

ShortDef

the practice of usury

Debugging

Headword:
τοκισμός
Headword (normalized):
τοκισμός
Headword (normalized/stripped):
τοκισμος
IDX:
39919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39920
Key:
τοκισμός

Data

{'headword_display': '<b>τοκισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τοκισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>money-lending</Tr><Au>X. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τοκισμός'}