Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοί
τοιάδε
τοιαῦτα
τοιγάρ
τοῖν
τοίνυν
τοῖο
τοῖος
τοιόσδε
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοίς
τοῖσι
τοίσδεσι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρυχίᾱ
τοιχωρύχος
τοίως
τόκα
τοκάς
View word page
τοιουτό-τροπος
τοιουτό-τροποςονadjτρόπος of things, words, eventsof such a kindHdt. Th. Pl. Men.

ShortDef

of such kind, such like

Debugging

Headword:
τοιουτότροπος
Headword (normalized):
τοιουτότροπος
Headword (normalized/stripped):
τοιουτοτροπος
IDX:
39905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39906
Key:
τοιουτότροπος

Data

{'headword_display': '<b>τοιουτό-τροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοιουτό-τροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things, words, events</Indic><Tr>of such a kind</Tr><Au>Hdt. Th. Pl. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τοιουτότροπος'}