Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τλήμων
τλῆναι
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμηθείς
τμῆμα
τμῆσις
τμητέον
τμητικός
τμητός
Τμῶλος
τό
τόδε
τοδῑ́
τόθεν
τόθι
τοι
τοι
τοί
View word page
τμητικός
τμητικόςή όνadj of thingsable to cutArist. of geometrical solidssharp, pointedPl.

ShortDef

able to cut, cutting

Debugging

Headword:
τμητικός
Headword (normalized):
τμητικός
Headword (normalized/stripped):
τμητικος
IDX:
39883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39884
Key:
τμητικός

Data

{'headword_display': '<b>τμητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τμητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>able to cut</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of geometrical solids</Indic><Tr>sharp, pointed</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τμητικός'}