Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τῆλε
τηλεβόλος
τηλεδαπός
τηλεθάης
τηλεθάω
τηλεκλειτός
τηλεκλυτός
Τηλέμαχος
τηλέπλαγκτος
τηλέπομπος
τηλέπορος
τηλέσκοπος
τηλεφανής
τηλέφαντος
τηλέφιλον
τηλίᾱ
τηλίκος
τηλικόσδε
τηλικοῦτος
τήλινος
τηλόθε(ν)
View word page
τηλέ-πορος
τηλέ-ποροςονadjπόρος of a soundfar-travellingAr.quot.lyr. entailing a far journeyof a cavefar distant, remoteS.

ShortDef

far-travelling, far-reaching

Debugging

Headword:
τηλέπορος
Headword (normalized):
τηλέπορος
Headword (normalized/stripped):
τηλεπορος
IDX:
39735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39736
Key:
τηλέπορος

Data

{'headword_display': '<b>τηλέ-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τηλέ-πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sound</Indic><Tr>far-travelling</Tr><Au>Ar.<LblR>quot.lyr.</LblR></Au></aS1> <aS1><Def>entailing a far journey</Def><aS2><Indic>of a cave</Indic><Tr>far distant, remote</Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τηλέπορος'}