Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
τέῳ
τέως
Τέως
τῆ
τῇ
τήβεννα
τηγανῑ́της
τῇδε
τήθεα
τήθη
View word page
τεχνύδριον
τεχνύδριονουndimin.τέχνη insignificant skill, minor artPl.

ShortDef

(dim.) minor art, craft

Debugging

Headword:
τεχνύδριον
Headword (normalized):
τεχνύδριον
Headword (normalized/stripped):
τεχνυδριον
IDX:
39706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39707
Key:
τεχνύδριον

Data

{'headword_display': '<b>τεχνύδριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τεχνύδριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>insignificant skill, minor art</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τεχνύδριον'}