Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
τέῳ
τέως
Τέως
τῆ
τῇ
τήβεννα
τηγανῑ́της
τῇδε
τήθεα
View word page
τεχνο-πωλικός
τεχνο-πωλικόςή όνadjπωλέωof the name of an activityof expertise-sellingPl.

ShortDef

making a trade of art

Debugging

Headword:
τεχνοπωλικός
Headword (normalized):
τεχνοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
τεχνοπωλικος
IDX:
39705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39706
Key:
τεχνοπωλικός

Data

{'headword_display': '<b>τεχνο-πωλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεχνο-πωλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πωλέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of the name of an activity</Indic><Tr>of expertise-selling</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεχνοπωλικός'}