Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
τέῳ
τέως
Τέως
τῆ
τῇ
τήβεννα
τηγανῑ́της
τῇδε
View word page
τεχνολογέω
τεχνολογέωcontr.vbλόγος be a prescriber of techniqueslay down artistic rules, systematiseArist.

ShortDef

to bring under rules of art, to systematize

Debugging

Headword:
τεχνολογέω
Headword (normalized):
τεχνολογέω
Headword (normalized/stripped):
τεχνολογεω
IDX:
39704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39705
Key:
τεχνολογέω

Data

{'headword_display': '<b>τεχνολογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τεχνολογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>be a prescriber of techniques</Def><Tr>lay down artistic rules, systematise</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τεχνολογέω'}