Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεφρώδης
τέχνᾱ
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
τέῳ
τέως
Τέως
τῆ
τῇ
τήβεννα
View word page
τεχνίον
τεχνίονουndimin.τέχνη insignificant skill, minor artPl.

ShortDef

dim. of τέχνη, skill, art; a gimmick

Debugging

Headword:
τεχνίον
Headword (normalized):
τεχνίον
Headword (normalized/stripped):
τεχνιον
IDX:
39702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39703
Key:
τεχνίον

Data

{'headword_display': '<b>τεχνίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τεχνίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>insignificant skill, minor art</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τεχνίον'}