Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεύχω
τέφρᾱ
τεφρώδης
τέχνᾱ
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
τέῳ
τέως
Τέως
τῆ
View word page
τεχνητός
τεχνητόςή όνadjof thingsartificialopp. created by a godPlu.

ShortDef

artificial

Debugging

Headword:
τεχνητός
Headword (normalized):
τεχνητός
Headword (normalized/stripped):
τεχνητος
IDX:
39700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39701
Key:
τεχνητός

Data

{'headword_display': '<b>τεχνητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεχνητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>artificial<Expl>opp. created by a god</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεχνητός'}