Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τευχηστήρ
τευχηστής
τεῦχος
τευχοφόροι
τεύχω
τέφρᾱ
τεφρώδης
τέχνᾱ
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
τεχνῑ́της
τεχνολογέω
τεχνοπωλικός
τεχνύδριον
View word page
τεχνάσματα
τεχνάσματατωνn.plτεχνάζω concr.skilled workw.gen.in cedar wood, ref. to a coffinE.contrivances, tricksE. Ar. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεχνάσματα
Headword (normalized):
τεχνάσματα
Headword (normalized/stripped):
τεχνασματα
IDX:
39696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39697
Key:
τεχνάσματα

Data

{'headword_display': '<b>τεχνάσματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τεχνάσματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>τεχνάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>concr.</Indic><Tr>skilled work<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in cedar wood, ref. to a coffin</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1><nS1><Tr>contrivances, tricks</Tr><Au>E. Ar. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τεχνάσματα'}