Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τευτάζω
τεῦτλον
τεύχεα
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τευχηστής
τεῦχος
τευχοφόροι
τεύχω
τέφρᾱ
τεφρώδης
τέχνᾱ
τεχνάζω
τεχνάομαι
τεχνάσματα
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνητός
τεχνικός
τεχνίον
View word page
τεφρώδης
τεφρώδηςεςadjof soil, siltlike ash, ashyPlu.

ShortDef

like ashes

Debugging

Headword:
τεφρώδης
Headword (normalized):
τεφρώδης
Headword (normalized/stripped):
τεφρωδης
IDX:
39692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39693
Key:
τεφρώδης

Data

{'headword_display': '<b>τεφρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεφρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of soil, silt</Indic><Tr>like ash, ashy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεφρώδης'}