Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτων
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμείγνῡμι
ἀμμένω
ᾱ̓́μμες
ἀμμέτερος
ἄμμιγα
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἄμμος
ἀμμώδης
Ἄμμων
ἀμνᾱ́μων
ἀμνάς
ἀμνᾱστέω
ἄμνᾱστος
View word page
ἄμμιγα
ἄμμιγαdial.advseeἀνάμιγα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμμιγα
Headword (normalized):
ἄμμιγα
Headword (normalized/stripped):
αμμιγα
IDX:
3967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3968
Key:
ἄμμιγα

Data

{'headword_display': '<b>ἄμμιγα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄμμιγα</HL><PS>dial.adv</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνάμιγα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄμμιγα'}