Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέτυγμαι
τετυγμένος
τέτυμμαι
τετῡφωμένως
τετύχηκα
τετύχθαι
τεῦ
τεῦ
τευθίς
Τεῦκρος
τευκτικός
τεύξασθαι
τεύξεσθαι
τεῦς
τευτάζω
τεῦτλον
τεύχεα
τευχεσφόρος
τευχηστήρ
τευχηστής
τεῦχος
View word page
τευκτικός
τευκτικόςή όνadjτυγχάνωof excellence in deliberationcapable of attainingw.gen.a good resultArist.

ShortDef

able to gain

Debugging

Headword:
τευκτικός
Headword (normalized):
τευκτικός
Headword (normalized/stripped):
τευκτικος
IDX:
39678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39679
Key:
τευκτικός

Data

{'headword_display': '<b>τευκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τευκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τυγχάνω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of excellence in deliberation</Indic><Tr>capable of attaining<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>a good result</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τευκτικός'}