Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετρηρικός
τέτρηχα
τέτρῑγα
τέτριμμαι
τετρόροφος
τέτροφα
τέτροφα
τετρώβολος
τέτρωμαι
τέτρωρος
τετρώροφος
τετρώρυγος
τέττα
τετταρα-
τετταρακαιδεκέτις
τετταράκοντα
τετταρακοντακαιπεντακισχῑλιοστός
τεττῑγοφόρᾱς
τέττιξ
τέτυγμαι
τετυγμένος
View word page
τετρώροφος
τετρώροφοςadjseeτετρόροφος

ShortDef

of four stories

Debugging

Headword:
τετρώροφος
Headword (normalized):
τετρώροφος
Headword (normalized/stripped):
τετρωροφος
IDX:
39659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39660
Key:
τετρώροφος

Data

{'headword_display': '<b>τετρώροφος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τετρώροφος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>τετρόροφος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τετρώροφος'}