Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἅμιππος
ἁμίς
ἀμῑσής
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτων
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμείγνῡμι
ἀμμένω
ᾱ̓́μμες
ἀμμέτερος
ἄμμιγα
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἄμμος
ἀμμώδης
Ἄμμων
ἀμνᾱ́μων
View word page
ἀμμένω
ἀμμένωdial.vbseeἀναμένω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμμένω
Headword (normalized):
ἀμμένω
Headword (normalized/stripped):
αμμενω
IDX:
3964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3965
Key:
ἀμμένω

Data

{'headword_display': '<b>ἀμμένω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμμένω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναμένω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμμένω'}