Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετραφαλαγγίᾱ
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφαται
τετράφῡλος
τέτραχα
τετραχθά
τετραχῶς
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τετρηρικός
τέτρηχα
τέτρῑγα
τέτριμμαι
τετρόροφος
τέτροφα
τέτροφα
τετρώβολος
τέτρωμαι
View word page
τετρ-ήμερος
τετρ-ήμεροςονadjἡμέρᾱ fem.sb.fourth dayArist.

ShortDef

of four days

Debugging

Headword:
τετρήμερος
Headword (normalized):
τετρήμερος
Headword (normalized/stripped):
τετρημερος
IDX:
39647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39648
Key:
τετρήμερος

Data

{'headword_display': '<b>τετρ-ήμερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρ-ήμερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἡμέρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>fourth day</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'τετρήμερος'}