Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράρρῡμος
τετραρχίᾱ
τετράς
τετρασκελής
τετραστάδιον
τετραστάτηρος
τέτρατος
τετράτρυφος
τετραφαλαγγίᾱ
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετράφαται
τετράφῡλος
τέτραχα
τετραχθά
τετραχῶς
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τετρηρικός
View word page
τετρά-φαλος
τετρά-φαλοςονadjφάλος of a helmetperh.four-ridgedIl. AR.

ShortDef

with four horns

Debugging

Headword:
τετράφαλος
Headword (normalized):
τετράφαλος
Headword (normalized/stripped):
τετραφαλος
IDX:
39639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39640
Key:
τετράφαλος

Data

{'headword_display': '<b>τετρά-φαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρά-φαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φάλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>four-ridged</Tr><Au>Il. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετράφαλος'}