Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμιξίᾱ
ἅμιππος
ἁμίς
ἀμῑσής
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτων
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμείγνῡμι
ἀμμένω
ᾱ̓́μμες
ἀμμέτερος
ἄμμιγα
ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἄμμος
ἀμμώδης
Ἄμμων
View word page
ἀμμείγνῡμι
ἀμμείγνῡμιdial.vbseeἀναμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμμείγνῡμι
Headword (normalized):
ἀμμείγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
αμμειγνυμι
IDX:
3963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3964
Key:
ἀμμείγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>ἀμμείγνῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμμείγνῡμι</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμμείγνῡμι'}