Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετράπεδος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετραπλοῦς
τετραποδηδόν
τετραποδητί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπους
τετραπτερυλλίδες
τετράπτιλος
τέτραπτο
τετράπτολις
τετραπυργίᾱ
τετράρρῡμος
τετραρχίᾱ
τετράς
τετρασκελής
View word page
τετρά-πολος
τετρά-πολοςονadjπολέω of landploughed four timesTheoc.

ShortDef

turned up or ploughed four times

Debugging

Headword:
τετράπολος
Headword (normalized):
τετράπολος
Headword (normalized/stripped):
τετραπολος
IDX:
39622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39623
Key:
τετράπολος

Data

{'headword_display': '<b>τετρά-πολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρά-πολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πολέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Tr>ploughed four times</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετράπολος'}