Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετραξός
τετρᾱορίᾱ
τετρᾱ́ορος
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετράπεδος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετραπλοῦς
τετραποδηδόν
τετραποδητί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπους
τετραπτερυλλίδες
τετράπτιλος
τέτραπτο
τετράπτολις
τετραπυργίᾱ
τετράρρῡμος
View word page
τετρα-ποδηδόν
τετρα-ποδηδόνadvπούς on all fours, doggy-styleref. to a position in sexual intercourseAr.

ShortDef

on four feet

Debugging

Headword:
τετραποδηδόν
Headword (normalized):
τετραποδηδόν
Headword (normalized/stripped):
τετραποδηδον
IDX:
39619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39620
Key:
τετραποδηδόν

Data

{'headword_display': '<b>τετρα-ποδηδόν</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>τετρα-ποδηδόν</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>on all fours, doggy-style<Expl>ref. to a position in sexual intercourse</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></advS1> </AdvE>', 'key': 'τετραποδηδόν'}