Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράμοιρος
τέτραξ
τετραξός
τετρᾱορίᾱ
τετρᾱ́ορος
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετράπεδος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετραπλοῦς
τετραποδηδόν
τετραποδητί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπους
τετραπτερυλλίδες
τετράπτιλος
τέτραπτο
τετράπτολις
View word page
τετρά-πλεθρος
τετρά-πλεθροςονadjπλέθρον of an areameasuring four plethraPlb.

ShortDef

consisting of four plethra

Debugging

Headword:
τετράπλεθρος
Headword (normalized):
τετράπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
τετραπλεθρος
IDX:
39617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39618
Key:
τετράπλεθρος

Data

{'headword_display': '<b>τετρά-πλεθρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρά-πλεθρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλέθρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an area</Indic><Tr>measuring four plethra</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετράπλεθρος'}