Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράμηνος
τέτραμμαι
τετραμοιρίᾱ
τετράμοιρος
τέτραξ
τετραξός
τετρᾱορίᾱ
τετρᾱ́ορος
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετράπεδος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετραπλοῦς
τετραποδηδόν
τετραποδητί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπους
τετραπτερυλλίδες
View word page
τετρά-πεδος
τετρά-πεδοςονadjπούς of an object, a dimensionmeasuring four feetPlb. Plu.quot.epigr.

ShortDef

with four surfaces; of four feet

Debugging

Headword:
τετράπεδος
Headword (normalized):
τετράπεδος
Headword (normalized/stripped):
τετραπεδος
IDX:
39614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39615
Key:
τετράπεδος

Data

{'headword_display': '<b>τετρά-πεδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρά-πεδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an object, a dimension</Indic><Tr>measuring four feet</Tr><Au>Plb. Plu.<LblR>quot.epigr.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'τετράπεδος'}