Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράμετρον
τετράμηνος
τέτραμμαι
τετραμοιρίᾱ
τετράμοιρος
τέτραξ
τετραξός
τετρᾱορίᾱ
τετρᾱ́ορος
τετράπαλαι
τετραπάλαστος
τετράπεδος
τετράπηχυς
τετραπλάσιος
τετράπλεθρος
τετραπλοῦς
τετραποδηδόν
τετραποδητί
τετράπολις
τετράπολος
τετράπους
View word page
τετρα-πάλαστος
τετρα-πάλαστοςor-πάλαιστοςονadjπαλαστή of a foot, as a unit of measurementequal to four palm-breadthsHdt.

ShortDef

four spans long

Debugging

Headword:
τετραπάλαστος
Headword (normalized):
τετραπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
τετραπαλαστος
IDX:
39613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39614
Key:
τετραπάλαστος

Data

{'headword_display': '<b>τετρα-πάλαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρα-πάλαστος<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>-πάλαιστος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλαστή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a foot, as a unit of measurement</Indic><Tr>equal to four palm-breadths</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετραπάλαστος'}