Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
τετράδραχμος
τετραέλικτος
τετράενος
τετραετής
τετραετίᾱ
τετράζυγος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετρακαιδεκέτις
τετράκις
τετρακισμῡ́ριοι
τετρακισχῑ́λιοι
τετράκνᾱμος
τετρακόσιοι
τετρακοσιοστός
τετράκυκλος
View word page
τετρά-ζυγος
τετρά-ζυγοςονadjζυγόν of a chariot teamof four yoked horsesE.

ShortDef

four-yoked

Debugging

Headword:
τετράζυγος
Headword (normalized):
τετράζυγος
Headword (normalized/stripped):
τετραζυγος
IDX:
39591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39592
Key:
τετράζυγος

Data

{'headword_display': '<b>τετρά-ζυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρά-ζυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chariot team</Indic><Tr>of four yoked horses</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετράζυγος'}