Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητικός
Ἀμῑμητόβιοι
ἀμῑ́μητος
ᾱ̔μίν
ἀμιξίᾱ
ἅμιππος
ἁμίς
ἀμῑσής
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτων
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμείγνῡμι
ἀμμένω
ᾱ̓́μμες
ἀμμέτερος
ἄμμιγα
ἀμμορίη
View word page
ἀ-μίσθωτος
ἀ-μίσθωτοςονadjμισθωτός of a propertynot hired outunletD.

ShortDef

bringing in no rent

Debugging

Headword:
ἀμίσθωτος
Headword (normalized):
ἀμίσθωτος
Headword (normalized/stripped):
αμισθωτος
IDX:
3958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3959
Key:
ἀμίσθωτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-μίσθωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-μίσθωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μισθωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a property</Indic><Def>not hired out</Def><Tr>unlet</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμίσθωτος'}