Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετορήσω
τετόρταιος
τετραβᾱ́μων
τετραβόειος
τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
τετράδραχμος
τετραέλικτος
τετράενος
τετραετής
τετραετίᾱ
τετράζυγος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
τετρακαιδεκέτις
τετράκις
τετρακισμῡ́ριοι
τετρακισχῑ́λιοι
View word page
τετρα-έλικτος
τετρα-έλικτοςονadjἑλικτός of a raceturning four timesof four lapsB.

ShortDef

four times wound round

Debugging

Headword:
τετραέλικτος
Headword (normalized):
τετραέλικτος
Headword (normalized/stripped):
τετραελικτος
IDX:
39587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39588
Key:
τετραέλικτος

Data

{'headword_display': '<b>τετρα-έλικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετρα-έλικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἑλικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a race</Indic><Def>turning four times</Def><Tr>of four laps</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετραέλικτος'}