Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέτμηκα
τέτοκα
τετολμηκότως
τέτορες
τετορήσω
τετόρταιος
τετραβᾱ́μων
τετραβόειος
τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
τετράδραχμος
τετραέλικτος
τετράενος
τετραετής
τετραετίᾱ
τετράζυγος
τετραθέλυμνος
τετραίνω
View word page
τετραγωνο-πρόσωπος
τετραγωνο-πρόσωποςονadjπρόσωπον of a species of furred animalsquare-facedHdt.

ShortDef

square-faced

Debugging

Headword:
τετραγωνοπρόσωπος
Headword (normalized):
τετραγωνοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
τετραγωνοπροσωπος
IDX:
39583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39584
Key:
τετραγωνοπρόσωπος

Data

{'headword_display': '<b>τετραγωνο-πρόσωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετραγωνο-πρόσωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρόσωπον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a species of furred animal</Indic><Tr>square-faced</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετραγωνοπρόσωπος'}