Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τετεύξεται
τέτευχα
τέτευχα
τετευχῆσθαι
τετίημαι
τέτλαθι
τέτμᾱνται
τετμεῖν
τέτμηκα
τέτοκα
τετολμηκότως
τέτορες
τετορήσω
τετόρταιος
τετραβᾱ́μων
τετραβόειος
τετράγυος
τετραγωνίζω
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετράδιον
View word page
τετολμηκότως
τετολμηκότωςpf.ptcpl.advsee underτολμάω

ShortDef

boldly

Debugging

Headword:
τετολμηκότως
Headword (normalized):
τετολμηκότως
Headword (normalized/stripped):
τετολμηκοτως
IDX:
39575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39576
Key:
τετολμηκότως

Data

{'headword_display': '<b>τετολμηκότως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τετολμηκότως</HL><PS>pf.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>τολμάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τετολμηκότως'}