Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητικός
Ἀμῑμητόβιοι
ἀμῑ́μητος
ᾱ̔μίν
ἀμιξίᾱ
ἅμιππος
ἁμίς
ἀμῑσής
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
ἀμιτροχίτων
ἀμιχθαλόεις
ἅμμα
ἀμμείγνῡμι
ἀμμένω
ᾱ̓́μμες
View word page
ἁμίς
ἁμίςίδοςf piss-potAr. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμίς
Headword (normalized):
ἁμίς
Headword (normalized/stripped):
αμις
IDX:
3955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3956
Key:
ἁμίς

Data

{'headword_display': '<b>ἁμίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>piss-pot</Tr><Au>Ar. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁμίς'}