Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεσσαρακοστός
τεσσαράκυκλος
τέσσαρες
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσεράκοντα
τεσσερακοντόργυιος
τεταγμένως
τεταγών
τέτακα
τέτᾱκα
τετανόθριξ
τέτανος
τεταραγμένως
τετάρπετο
τεταρταῖος
τεταρτημόριον
τέταρτος
τετάσθην
τετάφαται
τέταχα
τετεύξεται
View word page
τετανό-θριξ
τετανό-θριξτριχοςmasc.fem.adjreltd.τείνω; θρίξ of a personstraight-hairedstiff-hairedPl.

ShortDef

with long straight hair

Debugging

Headword:
τετανόθριξ
Headword (normalized):
τετανόθριξ
Headword (normalized/stripped):
τετανοθριξ
IDX:
39555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39556
Key:
τετανόθριξ

Data

{'headword_display': '<b>τετανό-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τετανό-θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety>reltd.<Ref>τείνω</Ref>; <Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>straight-haired<or/>stiff-haired</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τετανόθριξ'}