Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τέρτατος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τέρψις
Τερψιχόρᾱ
τεσσαράβοιος
τεσσαράκοντα
τεσσαρακονταετής
τεσσαρακοντήρης
τεσσαρακοστός
τεσσαράκυκλος
τέσσαρες
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσεράκοντα
τεσσερακοντόργυιος
τεταγμένως
View word page
τεσσαρά-βοιος
τεσσαρά-βοιοςονadjτέσσαρεςβοῦς of a prizeworth four oxenIl.

ShortDef

worth four steers

Debugging

Headword:
τεσσαράβοιος
Headword (normalized):
τεσσαράβοιος
Headword (normalized/stripped):
τεσσαραβοιος
IDX:
39541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39542
Key:
τεσσαράβοιος

Data

{'headword_display': '<b>τεσσαρά-βοιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεσσαρά-βοιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέσσαρες</Ref><Ref>βοῦς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a prize</Indic><Tr>worth four oxen</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεσσαράβοιος'}