Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
τερπικέραυνος
τερπνός
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τέρτατος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τέρψις
Τερψιχόρᾱ
τεσσαράβοιος
τεσσαράκοντα
τεσσαρακονταετής
τεσσαρακοντήρης
τεσσαρακοστός
τεσσαράκυκλος
View word page
τέρχνος
τέρχνοςεοςn young shootof a treeCall.pl.

ShortDef

twig, young shoot

Debugging

Headword:
τέρχνος
Headword (normalized):
τέρχνος
Headword (normalized/stripped):
τερχνος
IDX:
39536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39537
Key:
τέρχνος

Data

{'headword_display': '<b>τέρχνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τέρχνος</HL><Infl>εος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>young shoot<Expl>of a tree</Expl></Tr><Au>Call.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'τέρχνος'}