Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
τερπικέραυνος
τερπνός
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τέρτατος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τέρψις
Τερψιχόρᾱ
τεσσαράβοιος
τεσσαράκοντα
View word page
τερπωλή
τερπωλήῆςfjoy, delightOd. Archil. Thgn. AR.

ShortDef

enjoyment, delight

Debugging

Headword:
τερπωλή
Headword (normalized):
τερπωλή
Headword (normalized/stripped):
τερπωλη
IDX:
39532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39533
Key:
τερπωλή

Data

{'headword_display': '<b>τερπωλή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τερπωλή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>joy, delight</Tr><Au>Od. Archil. Thgn. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τερπωλή'}