Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
τερπικέραυνος
τερπνός
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τέρτατος
τέρχνος
τερψιεπής
τερψίμβροτος
τέρψις
View word page
τερπι-κέραυνος
τερπι-κέραυνοςονadjapp.τέρπω; κεραυνόςepith. of Zeuswho delights in the thunderboltHom. Hes. hHom.

ShortDef

delighting in thunder

Debugging

Headword:
τερπικέραυνος
Headword (normalized):
τερπικέραυνος
Headword (normalized/stripped):
τερπικεραυνος
IDX:
39529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39530
Key:
τερπικέραυνος

Data

{'headword_display': '<b>τερπι-κέραυνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τερπι-κέραυνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>app.<Ref>τέρπω</Ref>; <Ref>κεραυνός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>epith. of Zeus</Indic><Tr>who delights in the thunderbolt</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τερπικέραυνος'}