Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τερηδών
τέρην
τερθρείᾱ
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
τερπικέραυνος
τερπνός
τέρπω
τερπωλή
τερσαίνω
τέρσομαι
τέρτατος
τέρχνος
View word page
τερμόνιος
τερμόνιοςᾱ ονadjτέρμωνof a cragat the endedgeof the earthA.

ShortDef

at the world's end

Debugging

Headword:
τερμόνιος
Headword (normalized):
τερμόνιος
Headword (normalized/stripped):
τερμονιος
IDX:
39526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39527
Key:
τερμόνιος

Data

{'headword_display': '<b>τερμόνιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τερμόνιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέρμων</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a crag</Indic><Tr>at the end<or/>edge<Expl>of the earth</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τερμόνιος'}