Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τερατολόγος
τερατοσκόπος
τερατώδης
τερατωπός
τερετίζω
τέρετρον
τερέων
τερηδών
τέρην
τερθρείᾱ
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
τερπικέραυνος
View word page
τέρθριος
τέρθριοςουmτέρθρον brailing-lineat the end of a sailyard, used for reefingAr.

ShortDef

the rope from the end of a sail-yard

Debugging

Headword:
τέρθριος
Headword (normalized):
τέρθριος
Headword (normalized/stripped):
τερθριος
IDX:
39519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39520
Key:
τέρθριος

Data

{'headword_display': '<b>τέρθριος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τέρθριος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τέρθρον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>brailing-line<Expl>at the end of a sailyard, used for reefing</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τέρθριος'}