Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τερατολογίᾱ
τερατολόγος
τερατοσκόπος
τερατώδης
τερατωπός
τερετίζω
τέρετρον
τερέων
τερηδών
τέρην
τερθρείᾱ
τέρθριος
τέρθρον
τέρμα
τερμίνθινος
τέρμινθος
τερμιόεις
τέρμιος
τερμόνιος
τέρμων
Τέρπανδρος
View word page
τερθρείᾱ
τερθρείᾱᾱςfτερθρεύομαι quibblequibbling, hair-splittingIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τερθρείᾱ
Headword (normalized):
τερθρείᾱ
Headword (normalized/stripped):
τερθρεια
IDX:
39518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39519
Key:
τερθρείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τερθρείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τερθρείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Gr>τερθρεύομαι</Gr> <ital>quibble</ital></Ety></HG><nS1><Tr>quibbling, hair-splitting</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τερθρείᾱ'}