Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμηχανοεργός
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρεῖ
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητικός
Ἀμῑμητόβιοι
ἀμῑ́μητος
ᾱ̔μίν
ἀμιξίᾱ
ἅμιππος
ἁμίς
ἀμῑσής
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
ἄμιτρος
View word page
ἁμιλλητικός
ἁμιλλητικόςή όνadj relating to competitionneut.sb.competitive partof the combative art, opp. the fighting partPl.

ShortDef

of/for contest

Debugging

Headword:
ἁμιλλητικός
Headword (normalized):
ἁμιλλητικός
Headword (normalized/stripped):
αμιλλητικος
IDX:
3949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3950
Key:
ἁμιλλητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἁμιλλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁμιλλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to competition</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>competitive part<Expl>of the combative art, opp. the fighting part</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἁμιλλητικός'}