Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τελευταῖος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελέως
τελέωσις
τελήεις
τέλθος
τέλλομαι
τέλμα
τελματώδης
τέλος
τέλσον
Τελχῖνες
τελωνέω
τελώνης
τελωνίᾱ
τελωνικός
τελώνιον
τέμαχος
τέμει
View word page
τελματώδης
τελματώδηςεςadj of watermarshy, muddyPlu.

ShortDef

marshy, muddy

Debugging

Headword:
τελματώδης
Headword (normalized):
τελματώδης
Headword (normalized/stripped):
τελματωδης
IDX:
39470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39471
Key:
τελματώδης

Data

{'headword_display': '<b>τελματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τελματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of water</Indic><Tr>marshy, muddy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τελματώδης'}