Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσκον
τελεσσιδώτειρα
τελεσσιεπής
τελεσσίφρων
τελεστήριον
Τελέστης
τελεστικός
τελεσφορέω
τελεσφορής
τελεσφορίη
τελεσφόρος
τελετή
τελευτᾱ́
τελευταῖος
τελευτάω
τελευτή
τελέω
τελέως
τελέωσις
View word page
τελεσφορής
τελεσφορήςέςadj of a worshipperinitiatedCall.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τελεσφορής
Headword (normalized):
τελεσφορής
Headword (normalized/stripped):
τελεσφορης
IDX:
39455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39456
Key:
τελεσφορής

Data

{'headword_display': '<b>τελεσφορής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τελεσφορής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a worshipper</Indic><Tr>initiated</Tr><Au>Call.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'τελεσφορής'}