Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓μητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανίᾱ
ἀμηχανοεργός
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρεῖ
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητικός
Ἀμῑμητόβιοι
ἀμῑ́μητος
ᾱ̔μίν
ἀμιξίᾱ
ἅμιππος
View word page
ἄμικτος
ἄμικτοςadjseeἄμεικτος

ShortDef

unmingled, that will not mingle

Debugging

Headword:
ἄμικτος
Headword (normalized):
ἄμικτος
Headword (normalized/stripped):
αμικτος
IDX:
3944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3945
Key:
ἄμικτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄμικτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄμικτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄμεικτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄμικτος'}