Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τελείω
τελείωσις
τελεόμηνος
τελεόπορος
τέλεος
τέλεσα
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσκον
τελεσσιδώτειρα
τελεσσιεπής
τελεσσίφρων
τελεστήριον
Τελέστης
τελεστικός
τελεσφορέω
τελεσφορής
τελεσφορίη
τελεσφόρος
τελετή
View word page
τελεσσι-δώτειρα
τελεσσι-δώτειραᾱςfem.adjδωτήρ of Fatewho gives completionE.

ShortDef

she that gives completeness

Debugging

Headword:
τελεσσιδώτειρα
Headword (normalized):
τελεσσιδώτειρα
Headword (normalized/stripped):
τελεσσιδωτειρα
IDX:
39448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39449
Key:
τελεσσιδώτειρα

Data

{'headword_display': '<b>τελεσσι-δώτειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τελεσσι-δώτειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>δωτήρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Fate</Indic><Tr>who gives completion</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τελεσσιδώτειρα'}