Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέλειος
τελειότης
τελειόω
τελείω
τελείωσις
τελεόμηνος
τελεόπορος
τέλεος
τέλεσα
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
τέλεσκον
τελεσσιδώτειρα
τελεσσιεπής
τελεσσίφρων
τελεστήριον
Τελέστης
τελεστικός
τελεσφορέω
τελεσφορής
View word page
τελεσιούργημα
τελεσιούργημαατοςn final achievementend productof historical inquiryPlb.

ShortDef

an accomplished purpose

Debugging

Headword:
τελεσιούργημα
Headword (normalized):
τελεσιούργημα
Headword (normalized/stripped):
τελεσιουργημα
IDX:
39445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39446
Key:
τελεσιούργημα

Data

{'headword_display': '<b>τελεσιούργημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τελεσιούργημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>final achievement</Def><Tr>end product<Expl>of historical inquiry</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τελεσιούργημα'}