Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἄμης
ᾱ̓μητήρ
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανέω
ἀμηχανίᾱ
ἀμηχανοεργός
ἀμήχανος
ἀμίαντος
ἀμιγής
ἀμιθρεῖ
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητικός
Ἀμῑμητόβιοι
ἀμῑ́μητος
ᾱ̔μίν
ἀμιξίᾱ
View word page
ἀμιθρεῖ
ἀμιθρεῖ
Ion.3sg.
see
ἀριθμέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμιθρεῖ
Headword (normalized):
ἀμιθρεῖ
Headword (normalized/stripped):
αμιθρει
IDX:
3943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3944
Key:
ἀμιθρεῖ
Data
{'headword_display': '<b>ἀμιθρεῖ</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀμιθρεῖ<LblR>Ion.3sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀριθμέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμιθρεῖ'}