Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεκτονεῖον
τεκτονικός
τεκτοσύνη
τέκτων
τεκών
τελαμών
Τελαμών
τελέεις
τελέθω
τέλειος
τελειότης
τελειόω
τελείω
τελείωσις
τελεόμηνος
τελεόπορος
τέλεος
τέλεσα
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργός
View word page
τελειότης
τελειότηςητοςf completenessof someone's life, in terms of its achievementsPlu.

ShortDef

completeness, perfection

Debugging

Headword:
τελειότης
Headword (normalized):
τελειότης
Headword (normalized/stripped):
τελειοτης
IDX:
39436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39437
Key:
τελειότης

Data

{'headword_display': '<b>τελειότης</b>', 'content': "<NE><HG><HL>τελειότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>completeness<Expl>of someone's life, in terms of its achievements</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'τελειότης'}