Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τέκμωρ
τεκνία
τεκνίδιον
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέομαι
τεκνοποιητικός
τεκνοποιίᾱ
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοῦσσα
τεκνόω
τέκνωσις
τεκόμην
τέκος
τέκταινα
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
τεκτονικός
View word page
τεκνό-ποινος
τεκνό-ποινοςονadjποινή of Wrathchild-avengingA.

ShortDef

child-avenging

Debugging

Headword:
τεκνόποινος
Headword (normalized):
τεκνόποινος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποινος
IDX:
39417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39418
Key:
τεκνόποινος

Data

{'headword_display': '<b>τεκνό-ποινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεκνό-ποινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποινή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Wrath</Indic><Tr>child-avenging</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεκνόποινος'}