Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεκμηριώδης
τέκμωρ
τεκνία
τεκνίδιον
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέομαι
τεκνοποιητικός
τεκνοποιίᾱ
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοῦσσα
τεκνόω
τέκνωσις
τεκόμην
τέκος
τέκταινα
τεκταίνομαι
τεκτονεῖον
View word page
τεκνοποιίᾱ
τεκνοποιίᾱᾱςfproduction of childrenparenting, childbearingX. Arist. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεκνοποιίᾱ
Headword (normalized):
τεκνοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
τεκνοποιια
IDX:
39416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39417
Key:
τεκνοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τεκνοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τεκνοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>production of children</Def><Tr>parenting, childbearing</Tr><Au>X. Arist. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τεκνοποιίᾱ'}