Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τέκμωρ
τεκνία
τεκνίδιον
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέομαι
τεκνοποιητικός
τεκνοποιίᾱ
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοῦσσα
τεκνόω
τέκνωσις
View word page
τεκνο-κτόνος
τεκνο-κτόνοςονadjκτείνω of pollutionincurred by killing one's childrenE.

ShortDef

murdering children

Debugging

Headword:
τεκνοκτόνος
Headword (normalized):
τεκνοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκνοκτονος
IDX:
39411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39412
Key:
τεκνοκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>τεκνο-κτόνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>τεκνο-κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of pollution</Indic><Tr>incurred by killing one's children</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'τεκνοκτόνος'}