Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκεῖν
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τέκμωρ
τεκνία
τεκνίδιον
τεκνογόνος
τεκνοκτόνος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέομαι
τεκνοποιητικός
τεκνοποιίᾱ
View word page
τεκμηριώδης
τεκμηριώδηςεςadj of argumentsderived from evidenceArist.

ShortDef

of the nature of a τεκμήριον

Debugging

Headword:
τεκμηριώδης
Headword (normalized):
τεκμηριώδης
Headword (normalized/stripped):
τεκμηριωδης
IDX:
39406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39407
Key:
τεκμηριώδης

Data

{'headword_display': '<b>τεκμηριώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τεκμηριώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of arguments</Indic><Tr>derived from evidence</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τεκμηριώδης'}