Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τειχισμός
τειχοδομίᾱ
τειχολέτις
τειχομάχᾱς
τειχομαχέω
τειχομαχίᾱ
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τείως
τεκεῖν
τεκμαίρομαι
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τέκμωρ
τεκνία
View word page
τειχύδριον
τειχύδριονουndimin.τεῖχος small wall or fortified placeapp.small fortX.

ShortDef

dim. of τεῖχος

Debugging

Headword:
τειχύδριον
Headword (normalized):
τειχύδριον
Headword (normalized/stripped):
τειχυδριον
IDX:
39398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39399
Key:
τειχύδριον

Data

{'headword_display': '<b>τειχύδριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τειχύδριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>τεῖχος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>small wall or fortified place</Def><nS2><Qualif>app.</Qualif><Tr>small fort</Tr><Au>X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'τειχύδριον'}